Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

ΜΑΥΡΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Παρασκευές γινήκανε μεγάλα γεγονότα
η σταύρωση του Ιησού είναι από τα πρώτα.
Παρασκευή  επί κατοχής  πέσανε παλικάρια
που τη ζωή τους άφοβα την παίξανε στα ζάρια.
Πάρα πολλές Παρασκευές ήταν φωτιά και λαύρα
πολλές μανούλες κλάψανε και ντύθηκαν στα μαύρα.
Σήμερα μια Παρασκευή την ονομάζουν μαύρη 
γιατί στα καταστήματα εισέρχονται σαν ταύροι
άπληστοι καταναλωτές ψάχνοντας ευκαιρίες
-αμερικάνικο έθιμο με τις Ευχαριστίες
που αφού τελειώσει η γιορτή όλοι ¨ευχαριστημένοι¨
τρέχουνε για τις προσφορές, η αγορά προσμένει-.
Έχει ο καταναλωτισμός βρει χίλια δυο τερτίπια
ώσπου του καταναλωτή, του μείνει η τσέπη τρύπια.
Ρούχα, παιχνίδια, συσκευές, ό,τι ο καθένας ψάχνει,
Παρασκευή κατάλευκη λευκότερη απ’ την άχνη.
Η μόδα ως είναι φυσικό ήρθε και στην Ελλάδα
όμως, αυτή την εποχή είναι ισχνή αγελάδα
για πάμπολλους κατάμαυρη είναι η κάθε μέρα
είτε είναι Παρασκευή είτε είναι Δευτέρα.
Ωστόσο, Έλληνες πολλοί θα πάνε να ψωνίσουν
και άλλοι από μακριά βιτρίνες να μπανίσουν.
Προσέξτε, μήπως πονηροί, βγουν προς κορόιδων άγρα
κι άλλοι χωρίς λευκά χαρτιά, για να τα παίρνουν μαύρα.
Πέρυσι πήγε φίλος μου, μπουφάν για να ψωνίσει
μα με γεμάτο πορτμπαγκάζ  στο σπίτι είχε γυρίσει.
Μου λέει: ¨ εκεί γινότανε των Ιουδαίων χάβρα 
μάχη για να αγοράσουνε μπλουζάκι με μια σαύρα¨.

24-11-2017

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΣΠΙΤΑΚΙΑ Στον Παναγιώτη Τζούρα

Παππού, ποιοι μένουνε εδώ
σ’ αυτή τη συνοικία
μέσα στα σπίτια τα μικρά
σ’ απόλυτη ησυχία;

Παιδί μου, κάτω απ’ αυτά
τα άσπρα τα σπιτάκια
με το ασθενικό το φως
μέσα στα καντηλάκια,

και τα λουλούδια ολόγυρα,
άνθρωποι είναι θαμμένοι
αυτή είναι η μοίρα μας,
προδιαγεγραμμένη.

Δε θα αργήσει  καιρός
που εγώ θα σας αφήσω
και  μες τη γειτονιά αυτή 
θα μπω να κατοικήσω.

Παππού, τι είναι αυτά που λες,
εσύ εδώ θα μείνεις
θα σ’ έχω πάντα δίπλα μου
αγάπη να μου δίνεις.

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ Η ΑΝΘΡΩΠΙΑ

στηριγμένο σε αφήγηση του Αλέκου Κυριαζή

Ήμουν γυμνασιόπαιδο στα χρόνια του εμφυλίου
σε κάμαρη ανήλιαγη ζούσα του Αγρινίου.

Ήταν λειψό το φαγητό, ψωμί να το ’χεις βρέξει
και το σακούλι απ’ το χωριό στη χάση και στη φέξη.

Τα δε βιβλία δανεικά, διάβασμα στο πεζούλι
μα κάτω δεν το έβαζα, δόξαζα το Θεούλη.

Κάποτε, όμως, άργησε να έρθει το ταγάρι
κι από την πείνα έσφιξα δυο τρύπες το ζωνάρι.

Λυγίσανε τα γόνατα σε ένα καλτερίμι
και έπεσα λιπόθυμος λες κι ήμουνα ψοφίμι.

Κι ενώ οι πολίτες διάβαιναν αδιάφοροι στο δρόμο
μια γύφτισσα με άρπαξε και μ’ έριξε στον ώμο.

Με πήρε και μ’ απίθωσε στο φτωχικό τσαντίρι
κι είκοσι μέρες μ’ είχανε οι γύφτοι μουσαφίρη.

Ο Τζίτζης σαν πατέρας μου, ίδια μητέρα η Μάντα
με τάισαν, μ’ ανάστησαν θα τους θυμάμαι πάντα.

Πώς να ξεχάσω τη μικρή, κόρη τους, Καταλίνα
όταν στα ίσα μοίραζε στους δυο μας τη μπαζίνα;

Χρόνια περάσανε πολλά, εφτά δεκαετίες
κι αν πλούτισα κι αν έχτισα και πολυκατοικίες,

συχνά τις νύχτες τριγυρνά ο νους στα χρόνια εκείνα
που χέρι-χέρι πήγαινε η αγάπη με την πείνα.

Η γυφτοπούλα στ’ όνειρο μου δίνει απ’ τη μπουκιά της
με ξανακάνει έφηβο η φλογερή ματιά της.

Κυκλάμινο η ανθρωπιά, ανθίζει μες στα βράχια
μα από τ’ αγκάθια πνίγεται στα ευτραφή στομάχια.